Θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε, και διαπιστώνοντάς τα η ψυχή μου εξίσταται. Η αιτία της υψώσεως του νου γίνεται πολύ μεγάλη αφορμή για ταπείνωση, κι εκείνο που υψώνει απείρως την ψυχή, αυτό το ίδιο την ταπεινώνει υπερβολικά. Πως δηλαδή αρχή της θεωρίας είναι η ταπείνωση, και τελείωση της ταπεινώσεως η θεωρία.
Ακόμη και αν κανείς γνωρίσει όλη τη σοφία του κόσμου τούτου, χωρίς ταπείνωση είναι αδύνατο να αποκτήσει υψοποιό θεωρία. Λέω υψοποιό θεωρία, για να τη διακρίνω από τη θεωρία που είχαν οι Έλληνες, που δεν ήταν υψοποιός. Χωρίς υψοποιό θεωρία δεν είναι δυνατό να ταπεινωθεί ο άνθρωπος ούτε αν κάμψει το λαιμό του σαν κρίκο(Ησ. 58, 5).
Ω η ανείπωτη σοφία του σοφού Δημιουργού μας! Ποιος εννόησε ποτέ κάτι τέτοιο πριν το δει, από ταπείνωση ύψιστη ανύψωση, είτε από τα ύψη υπερβολική ταπείνωση; Θα μπορούσε κανείς να πει και για το θεόμορφο νου ότι «αυτός που κατέβηκε, ο ίδιος είναι και που ανέβηκε»(Εφ. 4, 10), και να προσθέσει σ' αυτό ότι «αυτός που ανέβηκε, ο ίδιος είναι και που κατέβηκε».
Γιατί όταν ο νους με βαθιά γνώση φτάσει μέσω της χάρης στα ύψιστα με ταπείνωση και χαίρεται σαν οικεία του τα θεία που ξεπερνούν το λόγο, τότε νιώθει κατώτερος απ' όλα με την ταπείνωση. Λέει ο Δαβίδ: «Κύριε, δεν υψώθηκε η καρδιά μου, και τα μάτια μου δεν κοίταξαν ψηλά, και δεν έκανα πράγματα μεγάλα που προξενούν το θαυμασμό και είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, παρά όταν ταπεινοφρονούσα»(Ψαλμ. 130, 1-2).
Ο νους όμως, μαζί με αυτό, μπορεί να πει όχι ανάρμοστα και το αντίθετο: «Κύριε, δεν ταπεινώθηκα και δεν ταλάνισα τον εαυτό μου και δεν τον ονόμασα χώμα και στάχτη, παρά όταν υψώθηκε η καρδιά μου και τα μάτια μου κοίταξαν ψηλά κι έζησα πράγματα μεγάλα και θαυμαστά που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μου».
Ω θαυμαστέ Δημιουργέ Βασιλεύ, φέρνεις σε έκσταση την καρδιά μου όταν κατανοεί το έργο της σοφίας Σου, το νου, ο οποίος έχει δημιουργηθεί σοφός από την πρόνοιά Σου.
Ο νους που επιστρέφει με τη βοήθεια της χάρης στο Θεό, στην αρχή κατέχεται από μια κατάσταση αυτοκατηγορίας, γι' αυτό και ο άνθρωπος που έχει αυτόν το νου πενθεί και θρηνεί και πονεί και κλαίει και συντρίβει όσο επιβάλλεται την καρδιά του και μέρα με τη μέρα καθαρίζει την εμπάθειά της και ταπεινώνεται, όπως είναι εύλογο, όχι βέβαια χωρίς πολλή λύπη.
Όταν πάλι πετύχει με τη δωρεά του Χριστού την αναγκαία κάθαρση μέσω της ησυχίας και αρχίσει να βλέπει νοερά τα νοητά και να υψώνεται προς το Θεό και τη δόξα Του και να ατενίζει σταθερά προς τα εκεί, πέφτει μετά την πρώτη αυτοκατηγορία σε μια δεύτερη, νοερή, μεγάλη, χωρίς διέξοδο συνεχή και αδιάκοπη.
Και από αυτό αποκτά τότε πράγματι βεβαιότερη και βαθύτερη ταπείνωση· σε τέτοιο βαθμό, ώστε κι αν ήταν δυνατόν όλοι οι άνθρωποι ολοφάνερα να τον μακαρίζουν, αυτός και τότε ακόμα βλέπει τον εαυτό του με την αίσθηση της ψυχής του και αληθινά χειρότερο από τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά και από αυτόν που δεν είναι απολύτως τίποτε.
Γιατί εκείνος που δεν υπάρχει, δεν μπορεί να αμαρτήσει, ενώ αυτός βλέπει τον εαυτό του να αμαρτάνει διαρκώς. Στην κατάσταση αυτή της ταπεινώσεως όμως χαίρεται τις πιο πολλές φορές και αγάλλεται, για τον εαυτό του βέβαια διόλου, γιατί πώς να χαίρεται εκείνος που κατηγορεί πάντοτε τον εαυτό του ότι αμαρτάνει; Χαίρεται για τον φιλεύσπλαχνο Θεό που είναι πιο κοντά και από την πνοή του ή, για να το πω πιο φανερά, που μέσα από την καρδιά του δημιουργεί και κινεί ρεύματα ουρανίου φωτός και αέναους ποταμούς θαυμασίων του Πνεύματος και καταφωτίζει το νου και μόνο που δεν του λέει ξεκάθαρα: «Είμαι μαζί σου»(Ιερ. 1, 8).
Και αφού τον έχει φίλο Του, του αποκαλύπτει χειροπιαστά ο Θεός τα μυστήριά Του και τον χαροποιεί. Και τότε του έρχεται και λέει ό,τι και ο Δαβίδ: «Δε μας τιμώρησε σύμφωνα με τις ανομίες μας ούτε μας ανταπέδωσε ανάλογα με τις αμαρτίες μας»(Ψαλμ. 102, 10). Και λέει όπως ο Παύλος: «Έχομε σωθεί με τη χάρη Του»(Εφ. 2, 5), παρ' όλο που εργάζεται όλες τις θείες εντολές όσο μπορεί και μισεί με όλη του τη δύναμη κάθε τρόπο άδικο(Ψαλμ. 118, 128) και προσπαθεί με μεγάλη επιμέλεια να μην παραλείψει τίποτε από όσα τείνουν στη σωτηρία, όσο του είναι δυνατό.
Όποιος βλέπει ότι του λείπει η αίσθηση γι' αυτά και διαπιστώνει ότι δεν τα ζει, αυτός δε δοκίμασε ακόμη την πιο αληθινή θεωρία, δεν άρχισε ακόμη να κλαίει με ασταμάτητα δάκρυα, δεν έφτασε στην ενότητα της πίστεως(Εφ. 4, 13) και την επίγνωση της αλήθειας(Α΄ Τιμ. 2, 4), δε βλέπει πραγματικά τη θεία δόξα, ούτε τα πέρα από τα ανθρώπινα πράγματα, και με μια λέξη, δεν έλαβε τη γνώση για το θείο και ανθρώπινο νόημα των πραγμάτων.
--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 148-149).
Πηγή
Ο νους που επιστρέφει με τη βοήθεια της χάρης στο Θεό, στην αρχή κατέχεται από μια κατάσταση αυτοκατηγορίας, γι' αυτό και ο άνθρωπος που έχει αυτόν το νου πενθεί και θρηνεί και πονεί και κλαίει και συντρίβει όσο επιβάλλεται την καρδιά του και μέρα με τη μέρα καθαρίζει την εμπάθειά της και ταπεινώνεται, όπως είναι εύλογο, όχι βέβαια χωρίς πολλή λύπη.
Όταν πάλι πετύχει με τη δωρεά του Χριστού την αναγκαία κάθαρση μέσω της ησυχίας και αρχίσει να βλέπει νοερά τα νοητά και να υψώνεται προς το Θεό και τη δόξα Του και να ατενίζει σταθερά προς τα εκεί, πέφτει μετά την πρώτη αυτοκατηγορία σε μια δεύτερη, νοερή, μεγάλη, χωρίς διέξοδο συνεχή και αδιάκοπη.
Και από αυτό αποκτά τότε πράγματι βεβαιότερη και βαθύτερη ταπείνωση· σε τέτοιο βαθμό, ώστε κι αν ήταν δυνατόν όλοι οι άνθρωποι ολοφάνερα να τον μακαρίζουν, αυτός και τότε ακόμα βλέπει τον εαυτό του με την αίσθηση της ψυχής του και αληθινά χειρότερο από τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά και από αυτόν που δεν είναι απολύτως τίποτε.
Γιατί εκείνος που δεν υπάρχει, δεν μπορεί να αμαρτήσει, ενώ αυτός βλέπει τον εαυτό του να αμαρτάνει διαρκώς. Στην κατάσταση αυτή της ταπεινώσεως όμως χαίρεται τις πιο πολλές φορές και αγάλλεται, για τον εαυτό του βέβαια διόλου, γιατί πώς να χαίρεται εκείνος που κατηγορεί πάντοτε τον εαυτό του ότι αμαρτάνει; Χαίρεται για τον φιλεύσπλαχνο Θεό που είναι πιο κοντά και από την πνοή του ή, για να το πω πιο φανερά, που μέσα από την καρδιά του δημιουργεί και κινεί ρεύματα ουρανίου φωτός και αέναους ποταμούς θαυμασίων του Πνεύματος και καταφωτίζει το νου και μόνο που δεν του λέει ξεκάθαρα: «Είμαι μαζί σου»(Ιερ. 1, 8).
Και αφού τον έχει φίλο Του, του αποκαλύπτει χειροπιαστά ο Θεός τα μυστήριά Του και τον χαροποιεί. Και τότε του έρχεται και λέει ό,τι και ο Δαβίδ: «Δε μας τιμώρησε σύμφωνα με τις ανομίες μας ούτε μας ανταπέδωσε ανάλογα με τις αμαρτίες μας»(Ψαλμ. 102, 10). Και λέει όπως ο Παύλος: «Έχομε σωθεί με τη χάρη Του»(Εφ. 2, 5), παρ' όλο που εργάζεται όλες τις θείες εντολές όσο μπορεί και μισεί με όλη του τη δύναμη κάθε τρόπο άδικο(Ψαλμ. 118, 128) και προσπαθεί με μεγάλη επιμέλεια να μην παραλείψει τίποτε από όσα τείνουν στη σωτηρία, όσο του είναι δυνατό.
Όποιος βλέπει ότι του λείπει η αίσθηση γι' αυτά και διαπιστώνει ότι δεν τα ζει, αυτός δε δοκίμασε ακόμη την πιο αληθινή θεωρία, δεν άρχισε ακόμη να κλαίει με ασταμάτητα δάκρυα, δεν έφτασε στην ενότητα της πίστεως(Εφ. 4, 13) και την επίγνωση της αλήθειας(Α΄ Τιμ. 2, 4), δε βλέπει πραγματικά τη θεία δόξα, ούτε τα πέρα από τα ανθρώπινα πράγματα, και με μια λέξη, δεν έλαβε τη γνώση για το θείο και ανθρώπινο νόημα των πραγμάτων.
--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 148-149).
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου