Ολίγοι γέροντες υπάρχουν σήμερον, οίτινες
γνωρίζουν την αγάπην του Κυρίου δι’ ημάς και γνωρίζουν τον αγώνα προς τους
εχθρούς και ότι τελείως νικώνται οι εχθροί μόνον δια της κατά Χριστόν
ταπεινώσεως.
Ο Κύριος τοσούτον αγαπά τον άνθρωπον, ώστε
εκχέει επ’ αυτόν τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, αλλά μέχρις ότου μάθη η ψυχή
να φυλάττη την χάριν, θα βασανίζηται επί πολύ.
Τον πρώτον χρόνον μετά την λήψιν του Αγίου
Πνεύματος εσκέφθην: Ο Κύριος συνεχώρησεν εις εμέ τας αμαρτίας μου· η χάρις
μαρτυρεί τούτο εν εμοί. Λοιπόν, ποίαν ανάγκην έχω εισέτι; Δεν πρέπει όμως να
σκεπτώμεθα ούτως. Καίτοι συγχωρούνται εις ημάς αι αμαρτίαι, πρέπει εν τούτοις
καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής ημών να φυλάττωμεν την συντριβήν καρδίας. Εγώ
δεν εγνώριζον τούτο και έπαυσα να είμαι συντετριμμένος, και πολλά έπαθον υπό
των διαμόνων. Ηπόρουν δε τί συμβαίνει μετ’ εμού: Η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριον
και την αγάπην Αυτού· πώς τότε έρχονται εις εμέ κακοί λογισμοί; Αλλ’ ο Κύριος
εσπλαγχνίσθη επ’ εμοί και με εδίδαξεν ο Ίδιος πώς πρέπει να ταπεινούμαι:
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου». Ούτω νικώνται [//384] οι εχθροί. Όταν όμως ο νους μου εκπίπτη της μνήμης του πυρός του άδου,
τότε οι λογισμοί αποκτούν εκ νέου δύναμιν.
Όστις απώλεσε την χάριν, ως εγώ, ούτος ας
πολεμή γενναίως προς τους δαίμονας. Γνώριζε ότι συ ο ίδιος είσαι ο ένοχος:
Έπεσες εις την υπερηφανίαν και την κενοδοξίαν, και ο Κύριος, πλήρης ελέους,
δίδει εις σε να μάθης τί σημαίνει να είσαι εν Αγίω Πνεύματι και τί σημαίνει να
ευρίσκησαι εις πάλην προς τους δαίμονας. Ούτως, η ψυχή βλέπουσα εκ πείρας το
ολέθριον της υπερηφανίας, φεύγει την κενοδοξίαν και τους ανθρωπίνους επαίνους
και αποδιώκει τους υπερηφάνους λογισμούς. Τότε άρχεται η ψυχή να υγιαίνη, και
διδάσκεται να φυλάττη την χάριν. Πώς να εννοήσης εάν η ψυχή είναι υγιής ή
ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, η υγιής όμως αγαπά την ταπείνωσιν, ως
εδίδαξεν αυτήν το Άγιον Πνεύμα, και εάν δεν γνωρίζη εισέτι ταύτην την θείαν
ταπείνωσιν, τότε ας θεωρή εαυτήν ως χείρονα πάντων.
Η ταπεινή ψυχή, και εάν καθ’ εκάστην αναβιβάζη
αυτήν ο Κύριος εις τον ουρανόν και δεικνύη εις αυτήν την αγάπην των Σεραφίμ και
των Χερουβίμ και πάντων των Αγίων και πάσαν την ουράνιον δόξαν, δια της οποίας
Ούτος περιβάλλεται, και τότε εισέτι δεδιδαγμένη εκ πείρας θα λέγη: «Συ, Κύριε,
δεικνύεις εις εμέ την δόξαν Σου, διότι αγαπάς το πλάσμα Σου. Αλλ’ εις εμέ δος
δάκρυα κατανύξεως και την δύναμιν να Σε ευχαριστώ. Εις Σε μεν πρέπει δόξα εν
ουρανώ και επί γης, εις εμέ δε αρμόζουν δάκρυα δια τας αμαρτίας μου». Αλλέως
αδύνατον είναι να φυλάξης την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν δίδει ο
Κύριος δωρεάν, κατά το έλεος Αυτού.
Ο Κύριος ελυπήθη εμέ πολύ και έδωκεν εις εμέ
να εννοήσω ότι πρέπει να κλαίω καθ’ όλην μου την ζωήν. Τοιαύτη είναι η οδός του
Κυρίου. Και ιδού γράφω νυν φειδόμενος εκείνων των ανθρώπων, οίτινες, ως και
εγώ, [//385] είναι υπερήφανοι και ως εκ τούτου πάσχουν.
Γράφω, ίνα μάθουν την ταπείνωσιν και εύρουν την εν τω Θεώ ανάπαυσιν.
Λέγουν τινές ότι τούτο ήτο «τω καιρώ εκείνω»,
νυν δε πάντα ταύτα απηρχαιώθησαν. Όμως παρά τω Κυρίω ουδέν μειούται ποτε, ουδέ
μεταβάλλεται, αλλά μόνον ημείς αλλοιούμεθα, γινόμεθα κακοί και ούτω στερούμεθα
της χάριτος. Εις τους εκζητούντας όμως αυτήν ο Κύριος δίδει το παν, ουχί διότι
είμεθα άξιοι, αλλά διότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αγαπά ημάς.
Γράφω περί τούτου, διότι η ψυχή μου γνωρίζει
τον Κύριον.
Να μάθη τις την κατά Χριστόν ταπείνωσιν είναι
αγαθόν μέγα. Δι’ αυτής γίνεται εύκολος και ευχάριστος η ζωή, και το παν
αποβαίνει προσφιλές εις την καρδίαν. Μόνον εις τους ταπεινούς εμφανίζεται ο
Κύριος εν Πνεύματι Αγίω, και εάν δεν ταπεινωθώμεν, δεν θα ίδωμεν τον Θεόν. Η
ταπείνωσις είναι το φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν-Φως, ως ψάλλεται: «Εν
τω φωτί Σου οψόμεθα φως».
Ο Κύριος εδίδαξεν εμέ να κρατώ τον νουν μου
εις τον άδην και να μη απελπίζωμαι, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η
ψυχή μου, αλλά τούτο δεν είναι εισέτι εκείνη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωσις,
ήτις είναι ανεκδιήγητος. Όταν οδεύη η ψυχή προς τον Θεόν, κατέχεται υπό φόβου·
ευθύς όμως ως ίδη τον Κύριον, εκ του κάλλους της δόξης Αυτού αφάτως χαίρει και
εκ της αγάπης του Θεού και της γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος επιλανθάνεται
εντελώς των επιγείων. Τοιούτος είναι ο παράδεισος του Κυρίου. Οι πάντες θα
είναι εν αγάπη, και εκ της κατά Χριστόν ταπεινώσεως πάντες θα χαίρουν να
βλέπουν τους άλλους ανωτέρους αυτών. Η ταπείνωσις του Χριστού ενοικεί εις τους
ελαχίστους, και ούτοι χαίρουν, διότι είναι ελάχιστοι. Ούτως έδωκεν εις [//386] εμέ ο Κύριος να εννοήσω.
Ώ, προσευχήθητε δι’ εμέ πάντες οι Άγιοι, ίνα
μάθη η ψυχή μου την ταπείνωσιν του Χριστού. Διψά η ψυχή μου αυτήν, αλλά δεν
δύναμαι να αποκτήσω ταύτην και μετά δακρύων ζητώ αυτήν, ως το παιδίον αναζητεί
την μητέρα αυτού, όταν «στερήται» αυτής.
«Πού είσαι, Κύριε μου; Εκρύβης από της ψυχής
μου και μετά δακρύων Σε ζητώ.
»Κύριε, δος μοι την δύναμιν να ταπεινωθώ
ενώπιον του μεγαλείου Σου.
»Κύριε, Σοι πρέπει δόξα εν τοις ουρανοίς και
επί της γης, εις εμέ δε, το μικρόν πλάσμα Σου, δος το ταπεινόν Σου πνεύμα.
»Σε ικετεύω, Κύριε Αγαθέ, επίβλεψον επ’ εμέ εξ
ύψους της δόξης Σου και δος μοι την δύναμιν να Σε δοξολογώ ημέρας και νυκτός,
διότι η ψυχή μου Σε ηγάπησε δια του Αγίου Πνεύματος και εκλείπω δια Σε και μετά
δακρύων Σε ζητώ.
»Κύριε, δος εις ημάς Πνεύμα Άγιον. Εν Αυτώ θα
Σε δοξάζωμεν ημέρας και νυκτός, διότι η σάρξ ημών είναι ασθενής, το Πνεύμα Σου
όμως πρόθυμον, και δίδει εις την ψυχήν την δύναμιν να δουλεύη εις Σε αβιάστως,
και στερεοί τον νουν εν τη αγάπη Σου, και αναπαύει αυτόν εν Σοι αναπαύσει
τελεία, και ουδέν πλέον θέλει να σκέπτηται ει μη την αγάπην Σου.
»Κύριε, Ελεήμον, το ασθενές πνεύμα μου δεν
δύναται να έλθη προς Σε, και δια τούτο καλώ Σε ως ο Άβγαρος ο βασιλεύς: Ελθέ
και ίασαί με από των πληγών των αμαρτωλών μου λογισμών και θα Σε αινώ ημέρας
και νυκτός και θα Σε κηρύττω εις τους ανθρώπους, ίνα Σε γνωρίσουν πάντες οι
λαοί, διότι Συ, Κύριε, ως και πριν, ποιείς θαυμάσια, συγχωρείς αμαρτίας και
αγιάζεις και ζωοποιείς».
Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του πλέον απλού [//387] ανθρώπου, όστις Πνεύματι Αγίω εγνώρισε τον Κύριον, και του ανθρώπου
όστις, καίτοι είναι πολύ σπουδαίος, δεν εγνώρισεν όμως την χάριν του Αγίου
Πνεύματος.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά, αφ’ ενός μεν να
πιστεύης απλώς ότι ο Θεός υπάρχει και να αναγνωρίζης Αυτόν εκ της φύσεως ή εκ
της Γραφής, αφ’ ετέρου δε να γνωρίσης τον Κύριον Πνεύματι Αγίω.
Το πνεύμα εκείνου, όστις εγνώρισε τον Κύριον
δια Πνεύματος Αγίου, καίεται ημέρας και νυκτός εκ της αγάπης του Θεού και η
ψυχή αυτού εις ουδέν γήϊνον δύναται να προσκολληθή.
Ψυχή, ήτις δεν εγεύθη της γλυκύτητος του Αγίου
Πνεύματος, χαίρει εκ της κενοδοξίας της κοσμικής δόξης ή του πλούτου ή της
εξουσίας. Ψυχή όμως ήτις εγνώρισεν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριον, επιθυμεί μόνον
τον Κύριον, τα δε πλούτη και την δόξαν του κόσμου τούτου εις ουδέν λογίζεται.
Ψυχή, ήτις εγεύθη του Αγίου Πνεύματος,
διακρίνει τα πνευματικά φαινόμενα εκ της γεύσεως. Λέγει η Γραφή: «Γεύσασθε και
ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ. λγ’ 9). Ως ο Δαβίδ εκ πείρας εγνώρισεν, ούτω
και άχρι του νυν ο Κύριος δίδει εις τους δούλους Αυτού να γνωρίσουν εκ πείρας
την αγαθότητα Αυτού, και Αυτός θα διδάσκη τους δούλους Αυτού έως της συντελείας
του αιώνος.
Όστις εγνώρισε τον Θεόν Πνεύματι Αγίω, ούτος
έμαθεν απ’ Εκείνου την ταπείνωσιν, και εξωμοιώθη προς τον Διδάσκαλον αυτού, τον
Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, και εγένετο όμοιος Αυτώ.
«Κύριε, αξίωσον ημάς της δωρεάς της αγίας Σου
ταπεινώσεως.
»Κύριε, δωρεάν δος ημίν το ταπεινόν Σου Άγιον
Πνεύμα, ως δωρεάν ήλθες, ίνα σώσης τους ανθρώπους και αναβιβάσης αυτούς εις τον
ουρανόν, όπως θεωρούν την δόξαν Σου».
Ώ, η κατά Χριστόν ταπείνωσις! Σε γνωρίζω, αλλά
[//388]
αδυνατώ να Σε αποκτήσω. Οι καρποί σου είναι γλυκείς, διότι
δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Όταν η ακηδία παραλύη την ψυχήν, τότε πώς να
ανάψης εν αυτή το πυρ, ίνα καίηται εξ αγάπης ανά πάσαν ώραν; Το πυρ τούτο εκ
του Θεού προέρχεται και ο Κύριος ήλθεν επί της γης, ίνα δώση εις ημάς αυτό το
πυρ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος· και όστις έμαθε την ταπείνωσιν, εκείνος
έχει τούτο διαρκώς, διότι ο Κύριος εις τους ταπεινούς δίδει την χάριν Αυτού.
Πολλούς κόπους πρέπει να υπομείνης και πολλά
δάκρυα πρέπει να χύσης, ίνα διατηρήσης το κατά Χριστόν τεταπεινωμένον πνεύμα.
Άνευ δε τούτου σβέννυται εν τη ψυχή το φως της ζωής και αύτη αποθνήσκει.
Είναι δυνατόν εν ολίγω χρόνω να αποξηράνης το
σώμα δια της νηστείας, αλλά να ταπεινώσης την ψυχήν ούτως, ώστε συνεχώς να
διαμένη ταπεινή, ούτε εύκολον είναι ούτε συντόμως έρχεται. Η Οσία Μαρία η
Αιγυπτία δεκαεπτά χρόνους επάλαιε προς τα πάθη, ως προς άγρια θηρία, και μόνον
τότε εύρεν ανάπαυσιν. Και όμως το σώμα αυτής εξηράνθη εις ολίγον χρόνον, επειδή
εν τη ερήμω δεν υπάρχει πολλή τροφή.
Επωρώθημεν εντελώς και δεν εννοούμεν πλέον αν
υπάρχη η κατά Χριστόν ταπείνωσις και αγάπη. Βεβαίως η ταπείνωσις, ως και η
αγάπη, γίνεται γνωστή μόνον δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ ημείς δεν
σκεπτόμεθα ότι είναι δυνατόν να ελκύσωμεν αυτήν προς ημάς. Δια τούτο πρέπει να
ποθήσωμεν αυτήν μεθ’ όλης της ψυχής ημών. Αλλά πώς να ποθήσω εκείνο, όπερ
ουδόλως γνωρίζω; Πάντες γνωρίζομεν ταύτην, έστω και ολίγον, διότι το Άγιον
Πνεύμα κινεί πάσαν ψυχήν εις την αναζήτησιν του Θεού.
Ώ, πόσον πρέπει να ικετεύωμεν τον Κύριον, ίνα
δώση εις την ψυχήν το ταπεινόν Άγιον Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλην
ανάπαυσιν, η υπερήφανος όμως [//389] βασανίζει η ιδία
εαυτήν. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπην του Θεού και ευρίσκεται μακράν
Αυτού. Υπερηφανεύεται ότι είναι πλούσιος ή επιστήμων ή ένδοξος, αλλά δεν
γνωρίζει το έσχατον της πενίας και της απωλείας αυτού, διότι τον Θεόν δεν
εγνώρισεν. Όστις όμως αγωνίζεται κατά της υπερηφανίας, εις αυτόν ο Κύριος
γίνεται βοηθός, ίνα νικήση τούτο το πάθος.
Ο Κύριος είπε: «Μάθετε απ’ Εμού ότι πράος ειμι
και ταπεινός τη καρδία». Τούτο νοσταλγεί η ψυχή μου ημέρας και νυκτός, και
ικετεύω τον Θεόν και όλον τον ουρανόν των Αγίων, και πάντας υμάς, όσοι έχετε
γνωρίσει την ταπείνωσιν του Χριστού, προσευχηθήτε δι’ εμέ, ίνα έλθη επ’ εμέ το
πνεύμα της χριστομιμήτου ταπεινώσεως, όπερ μέρχι δακρύων ποθεί η ψυχή μου.
Δέσποτα Πολυέλεε, δος ημίν πνεύμα ταπεινώσεως,
ίνα εύρουν αι ψυχαί ημών ανάπαυσιν εν Σοι.
Υπεραγία Μήτερ του Κυρίου, εξαίτησον, Ελεούσα,
δι’ ημάς τεταπεινωμένον πνεύμα.
Πάντες Υμείς οι Άγιοι, οι ζώντες εν ουρανοίς
και ορώντες την δόξαν του Κυρίου και ευφραινόμενοι τω Πνεύματι, πρεσβεύσατε,
όπως και ημείς γενώμεθα μεθ’ Υμών.
Έλκεται η ψυχή μου να ίδη τον Κύριον, και διψά
δι’ Αυτόν εν ταπεινώσει, αναξία ούσα τοιούτου αγαθού.
Ελεήμον Κύριε, δια του Αγίου Πνεύματος,
δίδαξον ημάς την ταπείνωσιν Σου.
Η υπερηφανία παρεμποδίζει την ψυχήν να εισέλθη
εις την οδόν της πίστεως. Εις τον άπιστον δίδω αυτήν την συμβουλήν. Ας είπη:
«Κύριε, εάν υπάρχης, φώτισον με, και θα Σε υπηρετήσω μεθ’ όλης της καρδίας μου
και όλης της ψυχής μου». Και εκ της ταπεινής αυτής σκέψεως και προθυμίας προς
υπηρεσίαν του Θεού, ο Κύριος οπωσδήποτε θα φωτίση. Δεν πρέπει όμως να λέγη:
«Εάν [//390] υπάρχης, τότε παίδευσόν με», διότι, εάν έλθη
η τιμωρία, είναι δυνατόν να μη εύρης δυνάμεις να ευχαριστήσης τον Θεόν και να
προσφέρης μετάνοιαν.
Και όταν ο Κύριος σε φωτίση, τότε η ψυχή σου
θα αισθανθή τον Κύριον, θα αισθανθή ότι ο Κύριος συνεχώρησεν αυτήν και αγαπά
αυτήν. Και θα μάθης τούτο εκ πείρας, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρή
εν τη ψυχή την σωτηρίαν, και θα θέλης τότε να κράζης εις όλον τον κόσμον:
«Οπόσον πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος»!
Ο Απόστολος Παύλος, έως ότου δεν εγνώριζε τον
Κύριον, εδίωκεν Αυτόν, ότε όμως εγνώρισεν Αυτόν, περιήλθεν όλην την οικουμένην
κηρύττων τον Χριστόν.
Ίνα σωθής, είναι ανάγκη να ταπεινωθής, διότι
τον υπερήφανον και αν θέσης δια της βίας εις τον παράδεισον, και εκεί δεν θα
εύρη ανάπαυσιν και δεν θα είναι ηυχαριστημένος, αλλά θα λέγη: «Δια τί δεν είμαι
εγώ εν τη πρώτη θέση»; Η ταπεινή όμως ψυχή είναι πλήρης αγάπης και δεν ζητεί
πρωτεία, αλλ’ επιθυμεί δι’ άπαντας το αγαθόν και είναι ηυχαριστημένη εν πάσιν.
Ο κενόδοξος ή φοβείται τους δαίμονας ή εξομοιούται
προς αυτούς. Δεν πρέπει όμως να φοβώμεθα τους δαίμονας, αλλά την κενοδοξίαν και
την υπερηφανίαν, διότι προξενούν εις ημάς την απώλειαν της χάριτος.
Όστις συνομιλεί μετά των δαιμόνων, ούτος
μιαίνει τον νουν αυτού. όστις δε εμμένει εν τη προσευχή, έχει τον νουν
πεφωτισμένον εκ του Κυρίου.
Ο Κύριος αγαπά ημάς πολύ, αλλ’ εν τούτοις
ημείς πίπτομεν εις τας αμαρτίας, διότι δεν έχομεν ταπείνωσιν. Ίνα διαφυλάξης
την ταπείνωσιν, πρέπει να νεκρώσης την σάρκα και να δεχθής το Πνεύμα του
Χριστού. Οι Άγιοι είχον ισχυρόν πόλεμον προς τους δαίμονας και ενίκησαν δια της
ταπεινώσεως, της προσευχής και της νηστείας.
[//391] Όστις εταπείνωσεν εαυτόν, ούτος
ενίκησε τους εχθρούς.
Τί πρέπει να πράξη τις, ίνα έχη ειρήνην εν τη
ψυχή και τω σώματι;
Πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους ως
εαυτόν, και να είναι καθ’ εκάστην ώραν έτοιμος δια τον θάνατον. Όταν η ψυχή
ενθυμήται τον θάνατον, έρχεται εις ταπείνωσιν, παραδίδεται όλη εις το θέλημα
του Θεού και επιθυμεί να είναι εν ειρήνη μετά πάντων και να αγαπά τους πάντας.
Όταν έλθη εις την ψυχήν η ειρήνη του Χριστού,
αύτη είναι ηυχαριστημένη να κάθηται, ως ο Ιώβ, επί της κοπρίας, τους δε άλλους
να βλέπη εις δόξαν, και χαίρει η ψυχή, διότι είναι ελαχίστη πάντων. Το μυστήριον της κατά Χριστόν αγίας
ταπεινώσεως είναι μέγα και άρρητον. Εξ αγάπης η ψυχή επιθυμεί δι’ έκαστον
άνθρωπον πλείονα αγαθά ή δι’ εαυτήν, και χαίρει, όταν βλέπη τους άλλους ότι
είναι ευτυχέστεροι αυτής, και θλίβεται, όταν βλέπη αυτούς να βασανίζωνται.
Ώ, προσευχήθητε δι’ εμέ πάντες οι Άγιοι και
πάντες οι λαοί, ίναι έλθη επ’ εμέ η κατά Χριστόν αγία ταπείνωσις.
Ο Κύριος αγαπά τους ανθρώπους, παραχωρεί εν
τούτοις τας θλίψεις, ίνα γνωρίσουν την αδυναμίαν αυτών και ταπεινωθούν, και
ένεκα της ταπεινώσεως λάβουν το Άγιον Πνεύμα. Δια του Αγίου Πνεύματος τα πάντα
αποβαίνουν ωραία, ευφρόσυνα, υπέροχα.
Εάν τις πτωχός και άρρωστος πάσχη πολύ, αλλά
δεν ταπεινούται, τότε υποφέρει άνευ ωφελείας. Όστις όμως ταπεινωθή, θα είναι
ικανοποιημένος υπό οιασδήποτε συνθήκας, διότι ο Κύριος θα είναι ο πλούτος και η
χαρά αυτού, και πάντες οι άνθρωποι θα θαυμάζουν το κάλλος της ψυχής αυτού.
[//392] Λέγεις: Έχω πολλάς δυστυχίας.
Εγώ θα είπω εις σε, ή μάλλον Αυτός ο Κύριος λέγει: Ταπείνωσον σεαυτόν και θα
ίδης ότι πάσαι αι δυστυχίαι σου θα μετατραπούν εις ανάπαυσιν, ώστε συ ο ίδιος
έκπληκτος θα λέγης: Δια τί λοιπόν προηγουμένως εβασανιζόμην τοσούτον και
εθλιβόμην; Νυν δε χαίρεις, διότι εταπεινώθης και ήλθεν η χάρις του Θεού. Νυν,
αν και μόνον συ παραμείνης πτωχός εν τω κόσμω, η χαρά δεν θα σε εγκαταλείψη,
διότι εδέχθης εν τη ψυχή σου εκείνην την ειρήνην, περί της οποίας ο Κύριος
είπεν: «Ειρήνην την Εμήν δίδωμι υμίν». Ούτως εις πάσαν ταπεινήν ψυχήν ο Κύριος
δίδει την υπέρ πάντα νουν ειρήνην Αυτού.
Η ψυχή του ταπεινού ομοιάζει προς πέλαγος.
Ρίψον εις το πέλαγος πέτραν· επ’ ελάχιστον θα
διαταράξη αύτη την επιφάνειαν και αμέσως θα βυθισθή εις τα βάθη.
Ούτω καταβυθίζονται αι θλίψεις εν τη καρδία το
ταπεινού, διότι η δύναμις του Κυρίου είναι μετ’ αυτού.
Πού είναι το κατάλυμα σου, ταπεινή ψυχή; Και
ποίος κατοικεί εν σοι; Και προς τί να σε ομοιώσω;
Συ καίεις λαμπρώς ως ο ήλιος και δεν
κατακαίεσαι, αλλά πάντας θερμαίνεις δια της φλογός σου.
Εις σε ανήκει η γη των πραέων, κατά τον λόγον
του Κυρίου.
Συ ομοιάζεις προς ολάνθιστον κήπον, εις το
βάθος του οποίου υπάρχει θαυμαστόν τι σκήνωμα, όπου αγαπά να κατοική ο Κύριος.
Σε αγαπούν ο ουρανός και η γη.
Σε αγαπούν Απόστολοι, Προφήται, Ιεράρχαι και
πάντες οι Άγιοι.
Σε αγαπούν Άγγελοι και Αρχάγγελοι, τα Σεραφίμ
και τα Χερουβίμ.
Σε, την ταπεινήν, αγαπά η Πανάχραντος Μήτηρ
του Κυρίου.
[//393] Σε αγαπά και επί σοι χαίρει ο
Κύριος.
Ο Κύριος δεν εμφανίζεται εις την υπερήφανον
ψυχήν. Αύτη, έστω και αν μελετήση όλα τα βιβλία, ποτέ δεν θα γνωρίση τον
Κύριον, διότι δια την υπεροψίαν αυτής δεν δίδει εν αυτή χώρον εις την χάριν του
Αγίου Πνεύματος, ο δε Κύριος γνωρίζεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος.
Οι φωτισθέντες δια του Βαπτίσματος άνθρωποι
πιστεύουν εις τον Θεόν, αλλ’ υπάρχουν εισέτι και εκείνοι οίτινες γνωρίζουν
Αυτόν. Είναι μέγα καλόν να πιστεύης εις τον Θεόν, αλλά να γνωρίζης τον Θεόν
είναι μακαριώτερον. Και οι πιστεύοντες είναι μακάριοι, ως είπεν ο Κύριος εις
τον Θωμάν: Συ είδες Εμέ και εψηλάφησας και πιστεύεις, αλλά μακάριοι και εκείνοι
οίτινες δεν είδον και όμως πιστεύουν.
Εάν ήμεθα ταπεινοί, ο Κύριος κατά την αγάπην
Αυτού θα απεκάλυπτεν εις ημάς πάντα τα μυστήρια. Αλλ’ η συμφορά ημών είναι ότι
δεν είμεθα ταπεινοί· υπερηφανευόμεθα και κενοδοξούμεν δια παν ασήμαντον πράγμα,
και ούτω βασανίζομεν και εαυτούς και τους άλλους.
Ο Κύριος, καίτοι είναι ελεήμων, όμως εξ αιτίας
της υπερηφανίας παραχωρεί να πεινά η ψυχή, εστερημένη ούσα της χάριτος, έως αν
μάθη την ταπείνωσιν. Εγώ κατέβαινον εις το βάθος της απωλείας δια τας αμαρτίας
μου και θα ήμην ήδη προ πολλού εν τω άδη, εάν δεν εσπλαγχνίζετο εμέ ο Κύριος
και η Πανάχραντος αγαθή Θεοτόκος. Ώ, η ήρεμος, πραεία φωνή Αυτής! Φωνή ουράνιος·
τοιαύτην επί γης ουδέποτε θα ακούσωμεν! Και ιδού μετά δακρύων γράφω νυν περί
του Ελεήμονος Κυρίου, ως περί οικείου Πατρός. Γλυκύς εις την ψυχήν είναι ο
Κύριος. Της μακαριότητος αυτής εγεύετο ο Αδάμ εν τω παραδείσω, όπου έβλεπεν
εναργώς τον Κύριον. Και η ψυχή ημών αισθάνεται ότι Αυτός είναι μεθ’ ημών [//394] κατά την επαγγελίαν Αυτού: «Ιδού Εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας,
έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20).
Ο Κύριος είναι μεθ’ ημών! Είναι άρα γε δυνατόν
να επιθυμήσωμεν μείζον τούτου; Ο Κύριος έπλασε τον άνθρωπον, ίνα αιωνίως εν
Αυτώ ζη και μακαρίζηται. Και Αυτός ο Κύριος θέλει να είναι μεθ’ ημών και εν
ημίν. Ο Κύριος είναι η χαρά και η αγαλλίασις ημών. Και όταν δια της υπερηφανίας
απομακρυνώμεθα από του Κυρίου, τότε παραδιδόμεθα οι ίδιοι εις το μαρτύριον.
Πλήξις, ακηδία και λογισμοί πονηροί σπαράττουν ημάς.
Κύριε, διόρθωσον ημάς, ως η φιλόστοργος μήτηρ
διορθοί τα μικρά αυτής τέκνα. Δος εις πάσαν ψυχήν να γνωρίση την χαράν της
ελεύσεως Σου και την δύναμιν της αντιλήψεώς Σου. Δρόσισον τας καταπεπονημένας
ψυχάς του λαού Σου, και δίδαξον πάντας ημάς να Σε γνωρίζωμεν δια Πνεύματος
Αγίου. Καταθλίβεται η ψυχή του ανθρώπου επί της γης, Κύριε, και δεν δύναται ο
νους αυτού να στερεωθή εις Σε, διότι δεν γνωρίζει Σε και την αγαθότητά Σου. Ο
νους ημών εσκοτίσθη υπό των βιοτικών μεριμνών και δεν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν
το πλήρωμα της αγάπης Σου. Συ φώτισον ημάς. Τα πάντα είναι δυνατά εις την
ευσπλαγχνίαν Σου. Συ είπας, εν τω Αγίω Ευαγγελίω Σου, ότι «οι νεκροί ακούσονται
της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται». Ποίησον και νυν, ίνα
αι νεκραί ημών ψυχαί ακούσουν της φωνής Σου και ζήσουν εν χαρά.
Ειπέ, Κύριε, εις τον κόσμον «αφέωνται εις
πάντας αι αμαρτίαι», και θα αφεθούν.
Αγίασον ημάς, Κύριε, και πάντες θα αγιασθούν
δια του Πνεύματος Σου και θα Σε δοξάζουν επί της γης πάντες οι λαοί Σου και θα
γίνηται το θέλημα Σου ως εν ουρανώ και επί της γης, διότι παρά Σοι «πάντα
δυνατά εστιν».
[//395] Ο υπερήφανος φοβείται τας
επιπλήξεις, ο ταπεινός όμως ουδόλως. Όστις απέκτησε την κατά Χριστόν
ταπείνωσιν, ούτος επιθυμεί πάντοτε να μέμφηται εαυτόν· χαίρει εις τας ύβρεις
και στενοχωρείται, όταν επαινούν αυτόν. Και τούτο όμως δεν είναι ει μη η αρχή
της ταπεινώσεως· όταν δε η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω γνωρίση τον Κύριον, πόσον
είναι ταπεινός και πράος, τότε βλέπει εαυτήν ως εσχάτην πάντων και χαίρει να
κάθηται «επί της κοπρίας», ως ο Ιώβ, ενδεδυμένην σάκκον, και να βλέπη εν Αγίω
Πνεύματι τους άλλους ανθρώπους λαμπρούς και ομοίους προς τον Χριστόν.
Είθε να δώση ο Ελεήμων Κύριος εις πάντας να
γευθούν της ταπεινώσεως του Χριστού, ήτις είναι ανεκδιήγητος, και τότε η ψυχή
ουδέν πλέον θα επιθυμή, αλλά θα ζη αιωνίως εν ταπεινώσει, αγάπη και πραότητι.
Κύριε, Σε επιθυμεί η ψυχή μου: Συ απέκρυψας το
πρόσωπόν Σου απ’ εμού, και ιδού εταράχθη η ψυχή μου και ποθεί έως θανάτου να Σε
ίδη εκ νέου, ότι Συ, Κύριε, είλκυσας την ψυχήν μου. Εάν δεν είλκυες εμέ δια της
χάριτός Σου, δεν θα ηδυνάμην να Σε νοσταλγώ τοσούτον και να Σε ζητώ μετά
δακρύων.
Πώς να ζητή και τί να ζητή εκείνος, όστις δεν
εγνώρισέ τι και ύστερον δεν απώλεσε τούτο;
Ότε έζων εν τω κόσμω, Σε εσκεπτόμην, ουχί όμως
πάντοτε. Νυν δε καίεται μέχρι δακρύων το πνεύμα μου εκ της επιθυμίας να Σε ίδη,
ώ Φως μου.
Συ εδίδαξας εμέ δια της ευσπλαγχνίας Σου. Νυν
εκρύβης απ’ εμού, ίνα μάθη η ψυχή μου την ταπείνωσιν, διότε άνευ αυτής δεν δύναται
να παραμείνη εν τη ψυχή η χάρις, και ως εκ τούτου βαρεία ακηδία παραλύει την
ψυχήν. Όταν όμως μάθη η ψυχή την ταπείνωσιν, τότε ούτε ακηδία, ούτε θλίψις
πλησιάζουν αυτήν, διότι το Πνεύμα του Θεού χαροποιεί και ευφραίνει αυτήν.
Αξιολύπητοι είναι όσοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν
τον Θεόν, και πονώ δι’ αυτούς. Υπερηφανεύονται, διότι [//396] πετούν. Αλλά τί το θαυμαστόν περί τούτου; Και τα πετεινά πετούν, αλλά
δοξάζουν τον Θεόν. Ο άνθρωπος, το κτίσμα του Θεού, εν τούτοις εγκαταλείπει τον
Κτίστην. Αλλά σκέψου, πώς θα σταθής εις την Φοβεράν Κρίσιν του Θεού, πού θα
πορευθής ή πού θα κρυβής από του Προσώπου του Θεού.
Πολύ δέομαι του Θεού όπως πάντες σωθήτε και
χαίρητε αιωνίως μετά των Αγγέλων και των Αγίων. Και ικετεύω υμάς: Μετανοήσατε
και ταπεινώθητε, χαροποιήσατε τον Κύριον, Όστις μετά πόθου και εν ελέει
αναμένει υμάς. Ο Κύριος εις την ψυχήν, την οποίαν Ούτος ηγάπησε, δίδει
συμπάσχουσαν αγάπην δια τον λαόν, ώστε να προσεύχηται υπέρ αυτού μετά δακρύων.
Δόξα εις τον Κύριον και εις την ευσπλαγχνίαν
Αυτού, Όστις εμφανίζεται εις ημάς τους αμαρτωλούς δούλους Αυτού δια του Αγίου
Πνεύματος, και η ψυχή γνωρίζει Αυτόν πλείον ή τον κατά σάρκα πατέρα, διότι και
τον οικείον πατέρα βλέπομεν εκτός ημών, ενώ το Άγιον Πνεύμα διαπερά όλην την
ψυχήν και τον νουν και το σώμα.
Μακαρία η ταπεινή ψυχή, αγαπά αυτήν ο Κύριος.
Τους ταπεινούς αγίους μακαρίζουν ο ουρανός και
η γη, και ο Κύριος δίδει εις αυτούς την δόξαν να είναι μετ’ Αυτού: «Όπου Εγώ
ειμι, εκεί και ο διάκονος ο Εμός έσται».
Ανωτέρα πάντων εις την ταπείνωσιν είναι η
Παναγία Μήτηρ του Θεού. Ένεκα τούτου μακαρίζουν Αυτήν πάσαι αι γενεαί της γης
και διακονούν Αυτήν πάσαι αι δυνάμεις των ουρανών. Και Αυτήν την Μητέρα Αυτού ο
Κύριος έδωκεν εις αντίληψιν και βοήθειαν ημών.
Ουδέν ανώτερον υπάρχει της εν ταπεινώσει και
αγάπη ζωής. Εν αυτή επκρατεί εις την ψυχήν ειρήνη μεγάλη και δεν υπεραίρεται
του αδελφού. Εάν αγαπώμεν [//397] τους εχθρούς, τότε
εν τη ψυχή δεν θα υπάρχη τόπος δια την υπερηφανίαν, διότι εις την κατά Χριστόν
αγάπην ξένον και αλλότριον είναι η υπεροψία. Η υπερηφανία, ως πυρ, κατακαίει
παν το αγαθόν· η κατά Χριστόν ταπείνωσις όμως είναι γλυκεία και απερίγραπτος.
Και εάν εγνώριζον τούτο οι άνθρωποι, τότε πάσα η γη θα εμαθήτευεν εις την
επιστήμην αυτήν. Εγώ εν όλη μου τη ζωή, ημέρας και νυκτός, μελετώ αυτήν, και
δεν δύναμαι να κατακτήσω αυτήν. Η ψυχή μου διαρκώς σκέπτεται: Δεν επέτυχον έτι
του ποθουμένου, και δεν είναι δυνατόν να αναπαυθώ, αλλά ταπεινώς παρακαλώ υμάς,
αδελφοί, όσοι γνωρίζετε την αγάπην του Χριστού, προσευχήθητε δι’ εμέ, ίνα ρυσθώ
από του υπερηφάνου πνεύματος, ίνα σκηνώση εν εμοί η ταπείνωσις του Χριστού.
Υπάρχουν πολλά είδη ταπεινώσεως. Ο είς είναι
υπήκοος και εις πάντα μέμφεται εαυτόν, και τούτο είναι ταπείνωσις. Ο άλλος
μετανοεί δια τας αμαρτίας αυτού και θεωρεί εαυτόν ως βδέλυγμα ενώπιον του
Κυρίου, και τούτο είναι ταπείνωσις. Αλλά άλλην ταπείνωσιν έχει εκείνος, όστις
εγνώρισεν εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριον· εκείνος έχει άλλην γνώσιν και άλλην
γεύσιν.
Όταν ίδη η ψυχή εν Αγίω Πνεύματι τον Κύριον,
πόσον είναι πράος και ταπεινός, τότε και αύτη η ιδία ταπεινούται έως τέλους.
Και η ταπείνωσις αύτη είναι εντελώς ιδιαιτέρα, και ουδείς δύναται να περιγράψη
αυτήν, και γνωρίζεται μόνον δια του Αγίου Πνεύματος. Εάν οι άνθρωποι εγνώριζον
εν Αγίω Πνεύματι οποίος είναι ο Κύριος ημών, τότε οι πάντες θα ήλλασσον: Οι
πλούσιοι θα εγκατέλειπον τα πλούτη αυτών, οι επιστήμονες τας επιστήμας αυτών,
οι κυβερνήται την δόξαν και την εξουσίαν αυτών, και οι πάντες θα εταπεινούντο
και θα έζων εν μεγάλη ειρήνη και αγάπη, και επί της γης θα εβασίλευε χαρά
μεγάλη.
Όταν η ψυχή παραδοθή εις το θέλημα του Θεού,
τότε [//398] ουδέν έχει πλέον εν τω νοΐ, ει μη μόνον τον
Κύριον. Και παρίσταται η ψυχή μετά καθαρού νοός ενώπιον του Θεού.
Ώ Κύριε, δίδαξον ημάς δια του Πνεύματος Σου
του Αγίου να είμεθα υπήκοοι, εγκρατείς. Δος ημίν το πνεύμα της αδαμιαίας
μετανοίας και δάκρυα δια τας αμαρτίας ημών. Δος ημίν όπως αιωνίως Σε
ευχαριστώμεν και Σε δοξάζωμεν. Συ έδωκας εις ημάς το τίμιον Σώμα και το Αίμα
Σου, ίνα ζώμεν αιωνίως μετά Σου και είμεθα εκεί, ένθα Συ μένεις, και ίνα
βλέπωμεν την δόξαν Σου.
Κύριε, δος να γνωρίσουν οι λαοί όλης της γης
πόσον Συ αγαπάς ημάς και ποίαν θαυμαστήν ζωήν δίδεις εις τους πιστεύοντας εις
Σε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου