Θα προβώ εις την κατά δύναμιν περιγραφήν του
μυστηρίου τούτου των οδών της σωτηρίας. Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον
ενώπιον του Απολύτου Είναι. Πάσαι αι προσπάθειαι ημών, όπως τηρήσωμεν αυτάς,
αναποφεύκτως αποτυγχάνουν. Ανακαλύπτομεν την πλήρη ανικανότητα ημών δια την
πορείαν ταύτην. Παρατηρούμεν εν ημίν δολιότητα πνεύματος-νου και πάθη καρδίας,
άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος της εκπτώσεως από του Θεού, εις τον Οποίον
επιστεύσαμεν, είναι μέγας. Εκ του φόβου τούτου ερχόμεθα εις συντριβήν [//195]
καρδίας δια την κατάστασιν ημών. Απορρίπτομεν εκείνα, τα οποία εθεωρούμεν κατά
το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηΐνων προσκολλήσεων
και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα».
Βεβαίως η πλέον βαρεία δοκιμασία έγκειται εις το ότι, παρά την άκραν έντασιν
όπως παραμείνωμεν πιστοί εις τον Θεόν, υπομένομεν περιόδους εγκαταλείψεως υπό
του Θεού. Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως,
βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. Αισθανόμεθα ως να βαρύνη εφ’ ημών φοβερά τις
κατάρα. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εις πάντα τα επίπεδα του είναι ημών: το
πνεύμα, τον νουν, την καρδίαν, το σώμα. Εις παρομοίας ακριβώς στιγμάς το πνεύμα
ημών συλλαμβάνει την βιβλικήν αποκάλυψιν περί της αυθεντικής τραγωδίας της
πτώσεως του Ανθρώπου, και η πίστις εις την αγάπην του Χριστού παροτρύνει ημάς,
όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα είναι η
μετάνοια ημών, τοσούτον ευρύτερον διανοίγονται ενώπιον ημών τα έως τότε
κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της
καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα.
Αύτη η μορφή κενώσεως ή ταπεινώσεως δεν
επιτυγχάνεται δι’ ανθρωπίνων προσπαθειών. Είναι δώρον του Θεού Σωτήρος. Είναι η
χάρις της μετανοίας «εις άφεσιν αμαρτιών» (Λουκ. κδ’ 47). Δεν κατανοούμεν την
εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλ’ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν:
Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφ’
ημών.
Δι’ αυτού
του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας (βλ. Γέν. γ’ 14-19). [//196] Δι’ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν
εντός ημών ήδη νέα άκτιστος ενέργεια: Μετέχομεν του Θείου Είναι. Τότε έρχεται
το Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς. Το Πνεύμα της Αληθείας, το εκ του Πατρός
εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, κατέρχεται εις την καρδίαν ημών ως Παράκλητος:
«Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4).
Επιστρέφοντες
εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον τούτο.
Παραδεδομένοι εις τας αγίας Αυτού χείρας, αισθανόμεθα εντός ημών την
δημιουργικήν Αυτού πορείαν και κατανοούμεν ότι παν το χορηγούμενον υπ’ Αυτού
υπερβαίνει ημάς: «ά οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν
ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Και δεν υπάρχει τέλος εις την έκπληξιν ημών
ενώπιον Αυτού. Ώ, πώς γνωρίζει Ούτος τον άνθρωπον! Μόνον ο Δημιουργός ημών
δύναται να έχη τοιαύτην γνώσιν περί των δυνατοτήτων της φύσεως ημών. Αναζητώ λόγους ίνα εκφράσω μυστήριον
απολεσθέν υπό των ανθρώπων. Ικετεύω τον Θεόν να δώση εις εμέ τον
κατάλληλον λόγον. Παρακαλώ τον τυχόν αναγνώστην, όπως αγνοήση εμέ τον μηδαμινόν
και δώση προσοχήν εις την ουσίαν του θέματος. Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την
διδαχήν ταύτην, αλλ’ εμυήθην εις αυτήν, Θεία συγκαταβάσει, υπό του εκλεκτού
(αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου) Αυτού. Δεν επιχειρώ να ερμηνεύσω το παράδοξον
τούτο: Δια τί έλαχεν εις εμέ ο κλήρος της διακονίας ταύτης. Οδηγηθείς όμως εις
το υποπόδιον του μεγάλου μυστηρίου, έμεινα έκθαμβος προ της μεγαλοπρεπείας
αυτού. Είναι αδύνατον να ανυμνήσωμεν επαξίως [//197] την
τελειότητα του Θεού-Χριστού.
«Εί τις έρχεται προς Με και ου μισεί … έτι δε
και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί Μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26). Η εν ημίν
εμφάνισις του αγίου τούτου «μίσους» μαρτυρεί την προσέγγισιν ημών προς την
θεωρίαν του αγίου τούτου μυστηρίου. Όστις εδέχθη την φοβεράν ταύτην ευλογίαν,
ούτος άρχεται να γνωρίζη «τον μόνον αληθινόν Θεόν και Όν απέστειλεν Ιησούν
Χριστόν» (πρβλ. Ιωάν. ιζ’ 3), και ίσταται προ της εισόδου της ασαλεύτου
Βασιλείας. Θαυμαστήν περιγραφήν της οδού ταύτης ευρίσκομεν εν τω δωδεκάτω
κεφαλαίω της προς Εβραίους επιστολής.
«Τί δε έχεις ό ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες,
τί καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α’ Κορ. δ’ 7). Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους
νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε
να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς εκείνην του Αδάμ. Όμως δεν εγκατέλιπεν εμέ έως
τέλους. Έδωκεν εις εμέ να εννοήσω εις ποίαν «χώραν μακράν» εμακρυνόμην απ’
Αυτού (Λουκ. ιε’ 13-24). Παραλλήλως, εν τη αφθονία των δακρύων μου εξέχεεν επ’
εμέ την χάριν της συντριβής δια τα υπ’ εμού πεπραγμένα. Κατά την πρώτην
περίοδον είχον πλήρη άγνοιαν της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων ασκητών. Ό,τι
συνέβαινεν, υπερέβαινεν εμέ κατά πάντα, και εγώ ο αμαθής ωδυρόμην εν τη
μετανοία μου, γνωρίζων ότι ήμην ανάξιος συγχωρήσεως. Ο πόθος ήτο τοσούτος,
ώστε, και ότε εισέτι η κατακαίουσα εμέ φλοξ μετεβάλλετο εις φως, δεν ηδυνάμην
να στρέψω την προσοχήν μου εις το δώρον τούτο, και η αυτοκαταδίκη [//198] εις
το σκότος το εξώτερον δεν εγκατέλειπεν εμέ. Το πυρ της αφορήτου αισχύνης
εξήντλει εμέ: «Εγκατέλιπον Αυτόν ως υποδεέστερον: Ενόμισα ότι υπερέβην Αυτόν εν
τη αντιλήψει μου περί του Πρωταρχικού Είναι». Προσηυχόμην πρηνής. Δεν ετόλμων
να ατενίσω εις Αυτόν. Εμίσουν εμαυτόν.
Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως,
δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. Το θέαμα, όπερ
εκτυλίσσεται ενώπιον αυτού, είναι καθ’ υπερβολήν μεγαλειώδες. Ο έχων σώας τας
φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα
μάθη «μήπως εις κενόν τρέχει» (πρβλ. Γαλ. β’ 2). Μάρτυρας όμως είναι φυσικόν
ότι οφείλει να εκλέγη εκ των παλαιοτέρων μεν τους ακολουθήσαντας τον Χριστόν,
εκ των συγχρόνων δε αυτού τους έχοντας την αυτήν πίστιν. Δεν θα καταφύγω εις
βουδδιστήν ή μωαμεθανόν, ίνα ερωτήσω κατά πόσον εννοώ ορθώς τας εντολάς του
Κυρίου. Ούτω, λοιπόν, επεδόθην εις την ανάγνωσιν πρωτίστως της Καινής Διαθήκης,
κατέφυγον εις τους λειτουργούς της Εκκλησίας, τους καθηγητάς της θεολογίας.
Ανέγνων τας γραφάς των αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων ασκητών, μη αγνοήσας
ωσαύτως τα έργα του προσφάτου παρελθόντος και των συγχρόνων μου. Κατ’ εκείνον
τον καιρόν τα συγγράμματα των τελευταίων ολίγον και εμμέσως εβοήθουν εμέ.
Τουναντίον, η γνωριμία μετά των έργων των Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας
ανάγκας μου. Εν αυτοίς εύρον ουχί μόνον χειραγωγίαν εμπνέουσαν προς την οδόν
την οποίαν επέλεξα, αλλά και πολλάς θαυμαστάς ερμηνείας εσωτερικών πνευματικών
γεγονότων, γνωστών ήδη εις εμέ. Αφ’ ενός μεν εστερεούμην εις την γνώσιν [//199] του
πνευματικού κόσμου, αφ’ ετέρου δε εισηρχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά
της κενοδοξίας. Ανακαλύπτων εν τοις συγγράμασιν αυτών ομοιότητα προς την
εμπειρίαν μου, συνέβαινε να αισθάνωμαι κύμα ικανοποιήσεως, όπερ ως ελώδης ιλύς
εκάλυπτε την καρδίαν μου. Τότε απεχώρει, ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου
Φωτός. Περιέπιπτον εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου. Εφαίνετο
εις εμέ ότι ευρισκόμην προ αδιεξόδου: Δεν ηδυνάμην να είμαι αυτάρκης. Οσάκις
όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις εμέ, τότε η
«αριστερά» μου κατέστρεφε το παν (βλ. Ματθ. στ’ 3). «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος!
Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ’ 24). Προσηυχόμην
κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν
τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος
πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η
πνευματική όμως ζωή αφίστατο απ’ εμού. Κατόπιν πολλών επαναλήψεων παρομοίων
συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου προσεγγίσεως του εχθρού τούτου, της
κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας:
«Κύριε ήλθον οι φονείς μου, σώσόν με». Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι
Πατέρες αποφεύγουν τους επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να
εξέλθουν άνευ ζημίας τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών
εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 3). Οι λόγοι ούτοι του Χριστού κείνται
εις θεμέλιον της ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως
θέωσιν.
[//200] «Ικετεύω Σε, Χριστέ, συνάναρχε τω Πατρί και τω Πνεύματι, ενυπόστατε
Λόγε, δος μοι νυν λόγον δυνάμενον να εξηγήση, έστω και εκ μέρους, ποία απόκρυφα
μυστήρια διδάσκεις ημάς δια της προνοητικής απομακρύνσεώς Σου αφ’ ημών. Συ γαρ
εί ο μόνος Διδάσκαλος και Καθηγητής ημών. Συ εί το Φως, Συ εί η Σοφία· Συ και η
μόνη οδός προς τον Πατέρα».
Όταν ευρεθώμεν αντιμέτωποι προς το ανέφραστον
μεγαλείον της Θείας Αγάπης, ήν εφανέρωσεν εις ημάς ο σαρκωθείς Λόγος του
Πατρός, τότε ημείς, εν τη ορμή ημών όπως ακολουθήσωμεν τα ίχνη Αυτού, διερχόμεθα
κατ’ αρχήν την βαρείαν εμπειρίαν της συνεχώς αυξανομένης αποκαλύψεως της
μηδαμινότητος ημών. Είναι επώδυνος και εν ταυτώ θαυμαστή η πορεία αύτη· το βαθύ
εν τούτοις νόημα αυτής αποκαλύπτεται μόνον εις το τέρμα της οδού.
Εν Χριστώ συναντώμεθα μετά της Απολύτου
Υπάρξεως. Μόνον δια της δυνάμεως Αυτού δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν παν ό,τι είναι
ενάντιον προς την αγάπην Αυτού και ανίκανον να προσλάβη την αιωνιότητα. Είναι
θλιβερόν να πειθώμεθα εις έκαστον βήμα περί της αδυναμίας ημών. Ο νους ημών
είναι στενός, ίνα συλλάβη τα άγια προστάγματα Αυτού. Εν αυτή ταύτη όμως τη
οδυνηρά ορμή προς Αυτόν αρχόμεθα να διακρίνωμεν εμπνέουσαν κλήσιν εκπορευομένην
εκ της ανάρχου Θεότητος. Καίτοι ουχί εισέτι μεθ’ ηδύτητος, εν τούτοις αγαπώμεν
Αυτόν, διότι είναι μεγαλοπρεπής, και η αγάπη αύτη είναι ισχυροτέρα του θανάτου.
Όσον βαρεία και εάν είναι η τήρησις του Λόγου Αυτού, ημείς εν τούτοις δεν
δυνάμεθα να παρεκκλίνωμεν του προ ημών ισταμένου σκοπού: Να γίνωμεν σκήνωμα του
Φωτός Αυτού [//201] εις τους αιώνας. Ούτως αλγούντες δι’ όλης της υπάρξεως ημών
κατακλυζόμεθα υπό θαλάσσης δακρύων ολοκληρωτικής μετανοίας. Γνωρίζομεν εκ
πείρας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς απαλλαγήν εκ του κληρονομηθέντος εν τη
πτώσει ειδεχθούς πάθους της υπερηφανίας. Εν τη καταστάσει της μετανοίας ταύτης
γινόμεθα επιδεκτικοί της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, ενεργείας παντοδυνάμου,
διδούσης εις ημάς την πρόγευσιν της μετά του Θεού αιωνίου ενώσεως ημών.
Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης
παρά του Αδάμ, εις την περιοχήν του ανεσπέρου Φωτός του Χριστού είναι γεγονός
σημαντικώτερον πάντων των άλλων γεγονότων της γης. Σημείον της προσεγγίσεως εις
το μέγα τούτο μυστήριον αποτελεί η εν ημίν εμφάνισις του αγίου μίσους προς ημάς
αυτούς (βλ. Λουκ. ιδ’ 26). Ως ελέχθη, ουδέν ακάθαρτον θα εισέλθη εις την Βασιλείαν
του Αμνού του Θεού (βλ. Αποκ. κα’ 27). Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ οίκτου
καταδικάζομεν εαυτούς εις τον άδην ως αναξίους του Θεού. Ούτως υπερνικώμεν την
τάσιν να συγκαταβαίνωμεν εις τας αδυναμίας ημών, να συγχωρώμεν ευκόλως τας
παραβάσεις ημών, ιδιαιτέρως όταν αύται διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο
αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ επιστρατεύεται πάσα η ύπαρξις ημών. Εάν
κερδήσωμεν, κατακτώμεν την αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών
βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (βλ. Ματθ. ια’ 12).
Η διδαχή του Χριστού πηγάζει «από του Πατρός
των Φώτων» (Ιακ. α’ 17)· συμφυής μετ’ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις
άλλο επίπεδον του είναι. Ουδείς [//202] εκ των ανθρώπων δύναται να
συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το Ευαγγέλιον δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Όσον
και εάν εντείνωμεν την προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη
τελειότητι αυτής. Είναι δυνατόν εις τινας στιγμάς να δοθή εις ημάς η ευλογία να
πλησιάσωμεν το Πυρ τούτο (βλ. Λουκ. ιβ’ 49), αλλά δεν δυνάμεθα να παραμείνωμεν
εν Αυτώ επί μακρόν. Το αυτό παρατηρούμεν και εν σχέσει προς την εμπειρίαν της
απαθείας: Δύναται αύτη να δοθή εις τον ασκητήν, δεν φέρει όμως χαρακτήρα
μονιμότητος, αλλά υπόκειται εις διακυμάνσεις εξαρτωμένας εκ του περιβάλλοντος
και εκ της μορφής της διακονίας αυτού προς τους ανθρώπους.
Η απόλυτος τελειότης δεν είναι εφικτή εν τοις
ορίοις της επιγείου ζωής, και είναι επικίνδυνον να αισθανώμεθα ικανοποιημένοι
δια τα ήδη κεκτημένα. Όσοι δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, δεν γνωρίζουν την
Θεοεγκατάλειψιν. Την εξ αυτής θλίψιν διέρχονται μόνον εκείνοι, οίτινες
εγνώρισαν ήδη την αγαθότητα του Θεού και αγωνίζονται δι’ όλων των δυνάμεων
αυτών, όπως παραμείνουν εν Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο
άνθρωπος της χαράς της μετά του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του
χωρισμού απ’ Αυτού. Ως γνωρίζομεν εκ του Ευαγγελίου, ο Ίδιος ο Κύριος έζησε την
άκραν εγκατάλειψιν. Μετά τον αιματηρόν ιδρώτα της εν Γεθσημανή προσευχής, εν τη
οποία Ούτος παρέδωκε το παν εις τον Πατέρα Αυτού, επί του σταυρού «ανεβόησε
φωνή μεγάλη … Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες; … (και) πάλιν κράξας φωνή
μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ. κζ’ 46-50). Η τοιαύτη τελεία κένωσις του
«ανθρώπου Χριστού Ιησού» (πρβλ. Α’ Τιμ. β’ 5) μετετράπη εις εξ ίσου τελείαν
θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. Και εις
Αυτόν, ήδη ως [//203] «άνθρωπον», εδόθη «το Όνομα το υπέρ πάν όνομα», ονομαζόμενον ουχί
μόνον εν τω νυν, αλλά και εν τω μέλλοντι αιώνι (Φιλ. β’ 9, πρβλ. Εφεσ. α’ 21).
Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι
μέτρω, εις την κατάστασιν της κενώσεως, όπως αξιωθή να προσλάβη την σωτηρίαν, ήτις είναι πάντοτε ανάλογος προς το
βάθος της προσωπικής αυτού κενώσεως. Τοιαύτη είναι η αγάπη του Θεού: Εν
τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του Είναι, ουδέποτε
ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, και
είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς πάντας τους
ερχομένους προς αυτήν (βλ. Ιωάν. στ’ 37-40). Εν τη Βασιλεία του Θεού Πατρός
ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει όλον τον πόθον
αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον τον κόσμον, τον
Θείον και τον κτιστόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άπαν το Είναι αποβαίνει το
περιεχόμενον αυτής. Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο άμετρος
πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής.
Τουναντίον, ο εν αυταρεσκεία εγκλεισμός του
ανθρώπου εν εαυτώ αποτελεί την άκραν στέρησιν και το σκότος του άδου. Ο έσχατος
βαθμός εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν.
Η Θεία αγάπη αποκτάται δια
μακράς πείρας αυτοκενώσεως. Αποκάλυψις περί αυτής δίδεται εις βραχείας στιγμάς
των Άνωθεν επισκέψεων. Ύστερον θα επακολουθήσουν
αναποφεύκτως ημέραι, χρόνοι, Θεοεγκαταλείψεως. Φόβος τότε περιβάλλει την υπό
του Θεού εγκαταλειφθείσαν ψυχήν. Ενδέχεται ημείς να μη γνωρίζωμεν [//204] τον
λόγον της εγκαταλείψεως. Ιστάμεθα προ κινδύνου: Η αγάπη αύτη, ήτις εφανερώθη
εις ημάς εν τω Φωτί, απέρχεται, κρύπτεται ως δύων ήλιος … Επέρχεται νυξ
αφεγγής. Ούτω μανθάνομεν να ακολουθώμεν τον Χριστόν καταβαίνοντα εις τον άδην·
να ακολουθώμεν Αυτόν «όπου αν υπάγη» (Αποκ. ιδ' 4).
Είναι απαραίτητον εις πάντα άνθρωπον, όστις εν
αληθεία εκζητεί την σωτηρίαν, να διέλθη δια της εμπειρίας της Θεοεγκαταλείψεως.
Ενίοτε αύτη βιούται μετά τοιαύτης εντάσεως, ώστε έτι και βραχείαι στιγμαί
φαίνονται εκτός χρόνου. Τοιούτου είδους ακραίαι καταστάσεις σπανίως
παραχωρούνται εις τον ασκητήν, αλλ’ η εν μετρίω βαθμώ δοκιμασία της πίστεως
δύναται να συνοδεύη ημάς επί πολλά έτη κατά το δεύτερον στάδιον της πνευματικής
ημών ζωής, τουτέστιν, όταν κατά πρόνοιαν Θεού πάσχωμεν ύφεσιν ή και
απομάκρυνσιν της πρώτης χάριτος. Εν τη αναποφεύκτω ταύτη εγκαταλείψει κρύπτεται
βαθύ νόημα: Δίδεται εις τον άνθρωπον η δυνατότης όπως επιδείξη την ελευθερίαν
και την πιστότητα αυτού προς τον Θεόν.
Πώς όμως είναι δυνατόν να μη απελπιζώμεθα,
όταν ουδεμία προσευχή φθάνη εις τα ώτα του Υψίστου; Όσον και εάν είχομεν
εδραιωθή εις την πίστιν δια της ζώσης κοινωνίας μετά του όντως Όντος κατά τα
προηγούμενα έτη, η κατάστασις της εγκαταλείψεως υπό του Θεού, του ήδη ηγαπημένου,
δημιουργεί εις το πνεύμα την εναγώνιον απορίαν; Τί άρα γε συνέβαινε τότε μετ’
εμού; Είναι ποτε δυνατόν ο τοιούτος Θεός, ως εγνώρισα Αυτόν, να έχη τοσούτον
απομακρυνθή, ώστε ουδεμία κραυγή της τετρωμένης ψυχής μου να συγκινή Αυτόν; …
Παρόμοιοι λογισμοί συγχέουν και κλονίζουν τον νουν. Η τελική απάντησις [//205] εν
τούτοις ενδέχεται να μη έλθη ταχέως.
Ότε εδόθη εις εμέ να βεβαιωθώ και εκ πείρας
ότι αι εντολαί του Χριστού είναι, ως προς την ουσίαν αυτών, προβολή της Θείας
ζωής επί του γηΐνου επιπέδου, τότε κατενόησα τους λόγους του Κυρίου: «Χωρίς
Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε’ 5). Εις δυσκόλους στιγμάς, ότε
απετύγχανον πάσαι αι προσπάθειαι όπως συμμορφώσω τας εκδηλώσεις της ζωής μου
προς την ευαγγελικήν διδαχήν, συνέβαινε να προσεύχωμαι ούτως:
«Ελθέ και ποίησον Σύ Αυτός εν εμοί το θέλημά
Σου. Τα προστάγματά Σου δεν χωρούν εν τη στενή μου καρδία, και ο πεπερασμένος
μου νους δεν συλλαμβάνει το περιεχόμενον αυτών … Εάν Συ δεν ευδοκήσης να
κατοικήσης εν εμοί, τότε αναποφεύκτως θα πορευθώ εις το σκότος … Γνωρίζω ότι Συ
δεν ενεργείς δια της βίας, αλλά Σε ικετεύω: Είσελθε μετ’ εξουσίας εις τον οίκον
μου, και όλον εμέ αναγέννησον. Μετάβαλε το καταχθόνιον σκότος της υπερηφανίας
μου εις την ταπεινήν Σου αγάπην. Δια του Φωτός Σου μεταμόρφωσον την διαφθαρείσαν
φύσιν μου, ούτως ώστε ουδέν πάθος να μείνη εν εμοί, ικανόν να παρεμποδίση την
μετά Σου έλευσιν του Πατρός Σου (βλ. Ιωάν. ιδ’ 21-23). Ποίησόν με κατοικητήριον
της αγίας εκείνης ζωής, της οποίας Αυτός Συ επέτρεψας εις εμέ να γευθώ εκ
μέρους … Ναι, Κύριε, δέομαί Σου μη στερήσης εμέ του σημείου τούτου της
αγαθότητός Σου».
Συχνάκις εν τοιαύτη προσευχή παρήρχοντο πολλαί
ώραι.
[//206] Βραδύτερον η πιστή ψυχή θα εννοήση ότι εξελέγη υπό του Αγαθού Πατρός
δι’ αυτών ακριβώς των παραχωρηθεισών εις αυτήν μαρτυρικών δοκιμασιών. Άνευ
αυτών ουδείς θα εισέδυεν εις τα βάθη της περί ημών προνοίας του Θεού και
ουδολως θα εγνώριζε την αγάπην εκείνων, περί ής ωμίλησεν ο Χριστός. Κατά τας
ώρας της εγκαταλείψεως αναγνωρίζομεν ότι πάσαι αι έως τότε προσπάθειαι ημών
ουδόλως επαρκούν προς σωτηρίαν και ότι η αγαθή αιωνιότης δεν ανήκει εισέτι εις
ημάς. Το αλγεινόν αίσθημα της απελπισίας περί ημών αυτών, όπερ ζώμεν ως
αποστροφήν προς ημάς αυτούς, είναι το πρώτον σημείον της προσεγγίσεως εις το
πλήρωμα της υπό του Θεού εντεταλμένης αγάπης: Είναι η υπέρβασις του φοβερού
εκείνου ορίου της επιστροφής προς ημάς αυτούς. Εν τη προσευχή, ήτις γεννάται εκ
του αυτομίσους, αποκαλύπτεται εντός ημών νέον, ήδη υπερκόσμιον, είναι, και
ημείς θεωρούμεν το μεγαλείον του Θεού.
Η χριστιανική τελειότης υπερβαίνει τον
άνθρωπον: Είναι Θεία. Ο Κύριος εφανέρωσεν αυτήν εις ημάς δια της σαρκώσεως
Αυτού. Ουδείς απεχώρησεν εκ του κόσμου τούτου φθάσας εις ίσον προς Αυτόν μέτρον
τελειότητος (βλ. Φιλ. γ’ 12). Εν τούτοις, προσέγγισις τις εδόθη εις σχετικώς
ολίγους (βλ. Ματθ. ζ’ 14), δια της διδαχής και του παραδείγματος των οποίων
εμπνεόμεθα εις τον αγώνα προς απόκτησιν της ταπεινώσεως του Χριστού και της
αγάπης Αυτού. Το ουράνιον πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα
Μυστήρια αυτής, συγκρατεί δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό
ουκ έστι κατ’ άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού
Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
[//207] Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του
Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την
φλόγα ταύτην, φέροντες εισέτι την γηΐνην σάρκα. Ενθυμούμαι ότι ο μακάριος Γέρων
Σιλουανός, εκ συγκαταβάσεως προς εμέ, τον πένητα, είπέ ποτε: «Η φθαρτή φύσις
ημών δεν δύναται να βαστάση το πλήρωμα της χάριτος· ένεκα τούτου η εμφάνισις
του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν βραχυτάτη στιγμή· και
τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του σώματος και του
ψυχισμού υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος … Είναι ευκολώτερον να μεταφέρη
τις δια γυμνών χειρών ανημμένους άνθρακας εις απόστασιν, λόγου χάριν, εκατόν
μέτρων, ή να ανθέξη την χάριν ταύτην και να παραμείνη εν ζωή» (Αποδίδω ακριβώς
το νόημα δι’ ιδίων λόγων).
Οι φορείς τοιαύτης γνώσεως θέτουν την σφραγίδα
αυτών επί πλήθους πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του
πνεύματος της ζωής ανά τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος.
«Γνωρίζουν» τον Χριστόν μόνον εκείνοι των
οποίων η εσωτερική ζωή είναι ομοία προς την επίγειον Αυτού ζωήν. Κατά τους
λόγους του Αποστόλου οφείλομεν να έχωμεν τα αυτά αισθήματα, το αυτό φρόνημα,
άτινα βλέπομεν και εν Χριστώ Ιησού, Όστις, Θεός υπάρχων κατ’ ουσίαν, εκένωσεν
Εαυτόν προσλαβών την δουλικήν ημών μορφήν, και «εταπείνωσεν Εαυτόν … μέχρι
θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλ. β’ 5-8). Ούτος είναι ο «λίθος» ο αποδοκιμασθείς
υπό των αρχόντων του κόσμου τούτου, αλλά κείμενος εν τω πραγματικώ είναι εις
θεμέλιον παντός υπαρκτού. Όταν το υπ’ Αυτού ριφθέν [//208] επί της Γης
Πυρ εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, τότε μόνον ευρίσκει ούτος την δύναμιν να
ακολουθήση Αυτόν εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. Να ακολουθήση βεβαίως
Αυτόν πνεύματι, εν βαθεία οδύνη της συνόλου υπάρξεως αυτού. Τοιούτου είδους
γνώσις του Κυρίου, του «κατελθόντος εκ των ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις
τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν της αναστάσεως.
Δίδεται εις αυτούς (τους χριστιανούς) η δια
πείρας γνώσις των ζοφερών αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της
Βασιλείας. Η Βασιλεία αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, διότι αύτη δεν
είναί τι το «αντικειμενικώς» υπάρχον, αλλ’ είναι Αυτός Ούτος ο έχων την εξουσίαν να προσλάβη ημάς
προς Εαυτόν ή, όπερ και ταυτόσημον, να
σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και Αυτός εν
ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου